Φειδώλα

Φειδώλα
Φειδώλᾱ , Φειδώλης
masc nom/voc/acc dual (doric)
Φειδώλᾱ , Φειδώλης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φειδωλά — φειδωλά̱ , φειδωλή fem nom/voc/acc dual φειδωλά̱ , φειδωλή fem nom/voc sg (doric aeolic) φειδωλός sparing neut nom/voc/acc pl φειδωλά̱ , φειδωλός sparing fem nom/voc/acc dual φειδωλά̱ , φειδωλός sparing fem nom/voc sg (doric aeolic) φειδωλός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φειδώλαν — Φειδώλᾱν , Φειδώλης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… …   Dictionary of Greek

  • φειδάλφιτος — ίτου, ὁ, Α 1. αυτός που εξοικονομεί τα απαραίτητα για την ζωή 2. (γενικά) οικονόμος, φειδωλός. επίρρ... φειδαλφίτως Α 1. φειδωλά 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ τοῡ ἄλφιτον ὅ ἐστι πεφεισμένως τῶν ἀλφίτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι + ἄλφιτον… …   Dictionary of Greek

  • φειδομένως — ΜΑ επίρρ. με φειδώ, φειδωλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φειδόμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. φείδομαι + επίρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • φειδωλός — ή, ό / φειδωλός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, Α 1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος 2. (κατ επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων… …   Dictionary of Greek

  • φειδωλώς — φειδωλῶς, ΝΜΑ, και φειδωλά Ν επίρρ. βλ. φειδωλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”